- μονοθελητικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μονοθελήτες ή στην αίρεση τού μονοθελητισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monothelitic < monothelite < μονοθελήται. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αναστάσιο Δ. Κυριάκο].
Dictionary of Greek. 2013.